- μεγαλομανής
- ης, ες страдающий манией величия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλομανής — ές (Α μεγαλομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που διακατέχεται από μεγαλομανία 2. αυτός που έχει την τάση να επιχειρεί πράγματα πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που έχει την ικανότητα να κάνει αρχ. αυτός που κατέχεται από μεγάλη μανία, από παραφροσύνη.… … Dictionary of Greek
μεγαλομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο ή ασχολείται με μεγάλα και σημαντικά πράγματα, ο υπερβολικά φιλόδοξος: Είναι μεγαλομανής και ψάχνει πλούσιο γαμπρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλομανῆ — μεγαλομανής very frantic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεγαλομανής very frantic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεγαλομανής very frantic masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
δογκιχωτικός — ή, ό και δονκιχωτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον Δον Κιχώτη, μεγαλομανής, φαντασιόπληκτος 2. αυτός που δείχνει ψεύτικη γενναιότητα μπροστά σε ανύπαρκτους κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ι.… … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλομανία — η 1. η υπερεκτίμηση από ένα άτομο τών ικανοτήτων και προσόντων του σε όλους τους τομείς, τόσο φυσικούς όσο και πνευματικούς και κοινωνικούς 2. η προσπάθεια κάποιου για επιδίωξη έργων πολύ μεγαλύτερων από όσο η ικανότητά του ή η κατάστασή του τού… … Dictionary of Greek
μεγαλομανικός — ή, ό [μεγαλομανής] 1. αυτός που πάσχει από μεγαλομανία 2. ο επιρρεπής σε μεγαλομανία 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεγαλομανία … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek